- δυωδεκάδρομος
- δῠωδεκά-δρομος, ον,A running the course twelve times,
τέθριππα Pi. O.2.50
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέθριππα Pi. O.2.50
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυωδεκάδρομος — δυωδεκάδρομος, ον (Α) αυτός που διατρέχει ή μπορεί να διατρέξει δώδεκα φορές τον καθορισμένο δρόμο … Dictionary of Greek
δυωδεκαδρόμων — δυωδεκάδρομος running the course twelve times masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)